-
1 σκότιος
A dark,I of persons, in the dark, in secret, secret, σκότιον δέ ἑ γείνατο μήτηρ, i.e. not in open, lawful wedlock, Il.6.24; so prob. καὶ θεῶν σκότιοι φθίνουσι παῖδες ἐν θανάτῳ (the Sch. expl. it οἱ μὴ γνήσιοι ὄντες τῶν θεῶν παῖδες), E.Alc. 989 (lyr.); also σ. εὐναί clandestine loves, Id. Ion 860 (lyr.); σ. λέχος, opp. a wedded wife, Id.Tr.44; λέκτρων σκότια νυμφευτήρια ib. 252;λέχη σ. νυμφεύειν Eub.67.1
;σ. Κύπρις AP7.51
([place name] Adaeus): rare in Prose, παῖς ς. bastard, Charax 6, cf. Hsch.: metaph., γνώμη σ., of sense-perception, opp. γνησίη, Democr.11.2 in Crete the boys were called σκότιοι, because they lived in the women's apartment, Sch.E.Alc. 988.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκότιος
См. также в других словарях:
σκότιος — α, ο / σκότιος, ία, ον, ΝΑ, και σκότιος, ον, Α [σκότος] σκοτεινός, μαύρος (α. «μέσ στα σκότια γνέφη γέρνει και κοιμάται [ο ήλιος]», Γρυπ. β. «ὦ σκοτία νύξ», Ευρ.) νεοελλ. μτφ. δόλιος, ύπουλος, κακόβουλος, καταχθόνιος (α. «σκότιες σκέψεις» β.… … Dictionary of Greek